κλαρίνο

κλαρίνο
Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Βλ. λ. κλαρινέτο.
* * *
το
1. λαϊκή ονομασία τού κλαρινέτου
2. η επάνω έκταση τής μπαρόκ τρομπέτας, από την 8η ώς την 20ή ή και υψηλότερη αρμονική
3. φρ. (συν. με σκωπτική διάθεση) «στέκεται κλαρίνο» — στέκεται ευθυτενής σε στάση προσοχής ή χαιρετισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. clarino].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλαρίνο — το (λ. ιταλ.) 1. πνευστό μουσικό όργανο. 2. η φράση «στέκεται κλαρίνο» σημαίνει ότι είναι σε στάση προσοχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • κλαρινίστας — και κλαριντζής, ο [κλαρίνο] αυτός που παίζει κλαρίνο …   Dictionary of Greek

  • Clarinet — This article is about the musical instrument. For ClariNet, see ClariNet. Clarinet B♭ Clarinet (Boehm system) Woodwind instrument Classification Wind Woodwind …   Wikipedia

  • Clarino — Klarino Klarino (en grec κλαρίνο) est le nom par lequel on désigne en Grèce la clarinette utilisée dans la musique folklorique continentale, dont elle est l un des principaux instruments: clarinette en bois soprano (en do), la plus répandue. la… …   Wikipédia en Français

  • Klarino — (en grec κλαρίνο) est le nom par lequel on désigne en Grèce la clarinette utilisée dans la musique folklorique continentale, dont elle est l un des principaux instruments : clarinette en bois soprano (en do), la plus répandue. la clarinette… …   Wikipédia en Français

  • κλαρινέτο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Στην ελληνική λαϊκή μουσική αποκαλείται κλαρίνο. Αποτελείται από έναν λεπτό, συνήθως εβένινο (ή πλαστικό) κύλινδρο, στο επιστόμιο του οποίου βρίσκεται ένα ράμφος εφοδιασμένο με απλή γλωσσίδα (μικρό ευλύγιστο έλασμα… …   Dictionary of Greek

  • ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… …   Dictionary of Greek

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Μαρκόπουλος, Γιάννης — (Ηράκλειο 1939 –). Μουσικοσυνθέτης. Έμαθε βιολί και κλαρίνο, ενώ από νεαρή ηλικία συμμετείχε στην συμφωνική μπάντα της Ιεράπετρας. Στην Κρήτη έγραψε τις πρώτες συνθέσεις του, αρκετές από τις οποίες γνώρισαν επιτυχία αργότερα. Το 1956… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”