κλαρίνο — το (λ. ιταλ.) 1. πνευστό μουσικό όργανο. 2. η φράση «στέκεται κλαρίνο» σημαίνει ότι είναι σε στάση προσοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
κλαρινίστας — και κλαριντζής, ο [κλαρίνο] αυτός που παίζει κλαρίνο … Dictionary of Greek
Clarinet — This article is about the musical instrument. For ClariNet, see ClariNet. Clarinet B♭ Clarinet (Boehm system) Woodwind instrument Classification Wind Woodwind … Wikipedia
Clarino — Klarino Klarino (en grec κλαρίνο) est le nom par lequel on désigne en Grèce la clarinette utilisée dans la musique folklorique continentale, dont elle est l un des principaux instruments: clarinette en bois soprano (en do), la plus répandue. la… … Wikipédia en Français
Klarino — (en grec κλαρίνο) est le nom par lequel on désigne en Grèce la clarinette utilisée dans la musique folklorique continentale, dont elle est l un des principaux instruments : clarinette en bois soprano (en do), la plus répandue. la clarinette… … Wikipédia en Français
κλαρινέτο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Στην ελληνική λαϊκή μουσική αποκαλείται κλαρίνο. Αποτελείται από έναν λεπτό, συνήθως εβένινο (ή πλαστικό) κύλινδρο, στο επιστόμιο του οποίου βρίσκεται ένα ράμφος εφοδιασμένο με απλή γλωσσίδα (μικρό ευλύγιστο έλασμα… … Dictionary of Greek
ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… … Dictionary of Greek
τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… … Dictionary of Greek
Μαρκόπουλος, Γιάννης — (Ηράκλειο 1939 –). Μουσικοσυνθέτης. Έμαθε βιολί και κλαρίνο, ενώ από νεαρή ηλικία συμμετείχε στην συμφωνική μπάντα της Ιεράπετρας. Στην Κρήτη έγραψε τις πρώτες συνθέσεις του, αρκετές από τις οποίες γνώρισαν επιτυχία αργότερα. Το 1956… … Dictionary of Greek